- δρακοντόβοτος
- δρακοντόβοτος, -ον (Α)φρ. «δρακοντόβοτος Δίρκη» — η Δίρκη στην οποία τρέφονται δράκοντες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρακοντοβότοιο — δρακοντοβότος feeding dragons masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντοβότου — δρακοντοβότος feeding dragons masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντοβότῳ — δρακοντοβότος feeding dragons masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)